- παράλαμψις
- (I)ἡ, Ασημείο τού κερατοειδούς που λάμπει.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + λάμψις].————————(II)ἡ, Α(δωρ. τ.) βλ. παράληψη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παράλαμψις — shining spot on the cornea fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράληψη — η / παράληψις και παράλημψις και δωρ. τ. παράλαμψις, ΝΑ [παραλαμβάνω] το να παραλαμβάνει κανείς κάτι από άλλον, λήψη, παραλαβή αρχ. 1. διαδοχή ενός από κάτι άλλο («παράληψις τῆς βασιλείας», επιγρ.) 2. άλωση, κατάληψη πόλης 3. μάθηση, μόρφωση,… … Dictionary of Greek